- τραχηλοκοπώ
- -έω, Ααποκεφαλίζω, καρατομώ.[ΕΤΥΜΟΛ. < τράχηλος + -κοπῶ (< -κοπος < κόπος < κόπτω), πρβλ. ξυλο-κοπώ, ορτυγο-κοπώ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τραχηλοκοπῶ — τραχηλοκοπέω cut the throat pres subj act 1st sg (attic epic doric) τραχηλοκοπέω cut the throat pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τράχηλος — Οικισμός (υψόμ. 10 μ.), στην πρώην επαρχία Κισσάμου, του νομού Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γραμβούσης. * * * ο, ΝΜΑ, και δωρ. τ. τράχαλος και ετερόκλιτος τ. πληθ. τράχηλα τὰ, Α 1. το στενό και κυλινδρικό τμήμα τού σώματος το οποίο… … Dictionary of Greek
τραχηλοκοπία — ἡ, Α [τραχηλοκοπῶ] αποκεφαλισμός … Dictionary of Greek